- Μεγάλη Ελλάς
- Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε αυτές τις αποικίες. Η ερμηνεία του όρου Μ.Ε. είναι αβέβαιη: ορισμένοι τον συσχετίζουν με τη μεγάλη ευημερία της περιοχής την εποχή των Πυθαγορείων (6ος-5ος αι. π.Χ.), ενώ σύμφωνα με άλλους αποτελούσε την ονομασία που δόθηκε από τους Αχαιούς αποίκους στην περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν, σε αντιδιαστολή προς τη μικρή αρχική τους πατρίδα· τέλος, άλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το όνομα δημιουργήθηκε, ίσως πριν από την εμφάνιση των Πυθαγορείων, στις μεγάλες μητροπόλεις της ελληνικής Ανατολής που διατηρούσαν ζωηρές σχέσεις με τις πόλεις της νότιας Ιταλίας. Η Σικελία δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στη Μ.Ε., καθώς μάλιστα η ιστορική της εξέλιξη υπήρξε διαφορετική.
Οι Έλληνες που ανέπτυξαν τη μεγαλύτερη αποικιστική δραστηριότητα υπήρξαν οι Χαλκιδείς (ιδρυτές της Κύμης, της Ελέας, του Ρηγίου κ.ά.) και οι Αχαιοί της Πελοποννήσου (ιδρυτές της Συβάρεως, του Κρότωνος, του Μεταποντίου), μολονότι αποικίες είχαν ιδρυθεί και από άλλες πόλεις, όπως ο Τάρας από τους Σπαρτιάτες και οι Επιζεφύριοι Λοκροί από τους Λοκρούς. Οι Έλληνες συνάντησαν λαούς διαφορετικούς ως προς το φύλο και τη γλώσσα στις περιοχές της νότιας Ιταλίας όπου εγκαταστάθηκαν. Στην Απουλία βρίσκονταν οι Ιάπυγες, διαιρεμένοι σε διάφορα φύλα· μεταξύ Μεταποντίου και Κρότωνος είχαν την επικράτειά τους οι Χάονες, ίσως συγγενείς προς τους Χάονες της Ηπείρου· προς την Τυρρηνική θάλασσα κατοικούσαν διάφοροι ιταλικοί λαοί, όπως οι Αύσονες-Οπικοί, οι Οινωτροί, οι Ιταλοί κ.ά. Ο ελληνικός αποικισμός σε αυτά τα μέρη δεν υπήρξε παλιότερος του 8ου αι. π.Χ., αν και μπορεί να προηγήθηκαν μερικές αρχαιότερες εγκαταστάσεις σε άλλες περιοχές, όπως στη Σικελία. Η αρχαιότερη αποικία, σύμφωνα με την παράδοση, είναι το Μεταπόντιον (773 π.Χ.), αλλά τόσο η χρονολογία αυτή όσο και άλλες που αναφέρονται σε διάφορες αποικίες αμφισβητούνται από πολλούς επιστήμονες.
Οι πόλεις της Μ.Ε. που έφτασαν πρώτες σε αξιόλογη άνθηση τον 7o και 6o αι. π.Χ. υπήρξαν ο Τάρας και η Σύβαρη· η τελευταία όμως υποδουλώθηκε περίπου το 510 π.Χ. στον Κρότωνα, πόλη που είχε επίσης αποκτήσει μεγάλη ισχύ. Με τη σειρά του, ο Κρότων επικράτησε για λίγο μόνο απέναντι στις άλλες πόλεις, γιατί η δημοκρατική επανάσταση που ανέτρεψε την ολιγαρχία των Πυθαγορείων (υπεύθυνοι για την ακμή του Κρότωνος) ευνόησε την παρακμή της ισχύος της πόλης. Από το τέλος του 5ου αι. π.Χ. και έπειτα, ενώ ο Τάρας επιβαλλόταν ολοένα και περισσότερο ως μεγάλη δύναμη στις συνεχείς έριδες των πόλεων, άρχισε να διαγράφεται ο κίνδυνος των ιθαγενών λαών. Οι τελευταίοι εξαπλώνονταν από το εσωτερικό προς τη θάλασσα και, κατά συνέπεια, βρίσκονταν αντιμέτωποι με τις ελληνικές αποικίες. Το γεγονός ευνόησε τη δημιουργία μιας συμμαχίας μεταξύ αυτών των πόλεων, της Ιταλιωτικής Ένωσης, η οποία όμως σύντομα αποδείχθηκε ανίσχυρη να συγκρατήσει τη ζωηρή επιθετική ορμή των ιταλικών λαών: ο ίδιος ο Τάρας αναγκάστηκε πολλές φορές να ζητήσει βοήθεια από την Ελλάδα, αλλά οι εκστρατείες του Αρχιδάμου δεν απέφεραν αποτέλεσμα, όπως και αυτές του Αλεξάνδρου του Μολοσσού και του Κλεωνύμου που οργανώθηκαν προς βοήθειά του. Εξίσου μάταια υπήρξε και η έκκληση για βοήθεια του Τάραντα προς τον Πύρρο, όταν η ρωμαϊκή κυριαρχία απλώθηκε προς τον νότο· η βοήθεια του Πύρρου δεν εμπόδισε την υποδούλωση της πόλης στους Ρωμαίους (277 π.Χ.). Για δύο ακόμα αιώνες σημειώνονταν στην περιοχή αντιρωμαϊκά κινήματα, ιδίως κατά τη διάρκεια του συμμαχικού πολέμου και του πολέμου με τον Αννίβα, αλλά οι πολιτικές τύχες του ελληνισμού της Ιταλίας είχαν οριστικά κριθεί.
Αντίθετα, ο ελληνικός πολιτισμός της Μ.E. υπήρξε μεγάλης σημασίας για την ιστορία του εκπολιτισμού του ανθρώπου, γιατί άσκησε βαθιά πολιτιστική επίδράση στους γειτονικούς ιταλικούς λαούς και κυρίως στη Ρώμη. Κέντρο της διάδοσης αυτής υπήρξε ο Τάρας, τόπος καταγωγής του πρώτου Ρωμαίου ποιητή, του Λίβιου Ανδρόνικου. Είναι χαρακτηριστικό το ότι οι Ιταλιώτες δεν δημιούργησαν κάποιο συμπαγές ή χαρακτηριστικό πολιτικό μόρφωμα, δημιούργησαν, όμως, έναν λαμπρό πολιτισμό. Η μεγάλη απόσταση από τα μεγάλα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού και οι εγχώριες επιδράσεις συντέλεσαν στην εμφάνιση ιδιομορφιών στον πολιτισμό τους. Ίχνη εγχώριων παραδόσεων πρέπει να θεωρηθούν η μητριαρχία στους Λοκρούς και στον Τάραντα και ορισμένες ιδιοτυπίες στη λατρεία, στους θεσμούς, στη φιλοσοφία και στην τέχνη. Χαρακτηριστικό της Μ.Ε. υπήρξε επίσης το πολιτικο-θρησκευτικό κίνημα που οδήγησε από τη μια στη νομοθεσία του Ζαλεύκου και του Χαρώνδου και από την άλλη στον ορφισμό και σε άλλες θρησκευτικές λαϊκές δοξασίες. Ο πυθαγορισμός αποτέλεσε την αντίδραση σε αυτά τα κινήματα, ως φιλοσοφική και πολιτική θεωρία αριστοκρατικού χαρακτήρα. Μεγάλη φήμη απέκτησε επίσης η ελεατική φιλοσοφική σχολή, της οποίας μεγαλύτερος εκπρόσωπος υπήρξε ο Παρμενίδης.
Η Μ.Ε. δεν εμφάνισε κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο στον λογοτεχνικό τομέα, με εξαίρεση τους φλύακες, στους οποίους έδωσε λογοτεχνική μορφή ο Ρίνθων ο Συρακούσιος· ωστόσο, έδωσε αξιόλογους ποιητές, όπως ο Ίβυκος, η Νοσσίς, ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος κ.ά. Στην αρχιτεκτονική κυριάρχησε η επίδραση του δωρικού ρυθμού, όπως στην Ποσειδωνία, όμως τα γλυπτά του ναού της Ήρας στο Σίλαρι είναι εντελώς πρωτότυπα. Πολλές αποικίες της Μ.Ε. (Καυλωνία, Κρότων, Κύμη, Ηράκλεια, Λάος, Λοκροί, Μεταπόντιον, Νεάπολις, Πανδοσία, Πυξούς, Ποσειδωνία, Ρήγιον, Σύβαρις, Σίρις, Τάρας, Τερίνα, Θούριοι, Ελέα) έκοβαν δικές τους σειρές νομισμάτων, ξεκινώντας συνήθως μεταξύ των μέσων του 6ου αι. π.Χ. και των πρώτων δεκαετιών του 5ου και σταματώντας περίπου στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. εξαιτίας των πολιτικών περιπετειών της Μ.Ε.
Όσοι Έλληνες δεν αφομοιώθηκαν με τους κατακτητές, περιορίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας και ασχολήθηκαν με τη γη. Τα κατάλοιπα αυτού του ελληνικού στοιχείου αργότερα δυνάμωσαν και αυξήθηκαν, με την έλευση Ελλήνων που εγκατέλειψαν το Βυζάντιο και βρήκαν καταφύγιο στην πιο ήσυχη και ειρηνική Ιταλία· απόγονοί τους είναι οι σημερινοί ελληνόφωνοι του Σαλέντο και της Μπόβα.
Στην Απουλία υπάρχουν εννέα δήμοι που αποτελούν τη Μικρή Ελλάδα του Οτράντο (Piccola Grecia Otrantina). Στην Καλαβρία υπάρχουν ορισμένοι οικισμοί όπου ακόμα ομιλούνται τα ελληνικά, με εκφράσεις όπως «πάω στη χώρα, πάω στο χωράφι». Στη νότια Καλαβρία, κοντά στο Ρήγιο, βρίσκονται η κωμόπολη Μπόβα και τα ελληνόφωνα χωριά Γκαλιτσάνο, Κοντοφούρι Ροκαφόρτε, Αμυγδαλιά και Ριχούδι. Η λαϊκή τους τέχνη μοιάζει με των χωριών της ηπειρωτικής Ελλάδας, θυμίζοντας αρκετά την περιοχή της Αράχοβας. Ένα ενδεικτικό δείγμα δημοτικής ποίησης της περιοχής είναι το ακόλουθο:
«Μες στο κήπο είχα γκαρόφανο (γαρύφαλλο)
ροτινό τσε μυρημένο
ντέφτε (ελάτε) κειτόνισα ώριαι
να τον ντήτε τσιπαμένο» (καταστρεμμένο).
Χαρακτηριστικό είναι ότι εμφανίζεται η λέξη δεύτε, που στην Ελλάδα χρησιμοποιείται μόνο στην Ανάσταση (δεύτε λάβετε φως). Σε ένα μοιρολόι του Μαρτάνο, ένα άλλο δημοτικό τραγούδι λέει για τον θάνατο:
Άνε πεσάνω αφέντη μου
χώσε με στην αυλέντα σου (αυλή)
να με πατούν ε πόγια σου (τα πόδια σου)
να χαίρεσο ε ψυχέντα σου.
Οι κάτοικοι των ελληνόφωνων περιοχών αντιμετώπισαν διάφορα προβλήματα ως μειονοτικοί πληθυσμοί. Μετά την αναγνώριση της γλωσσικής αυτονομίας από το Σύνταγμα της Ιταλίας, διορίστηκαν ελληνόφωνοι καθηγητές στα σχολεία των περιοχών και άρχισαν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση της μακραίωνης παράδοσής τους.
Χρυσό κόσμημα με μορφή λαγού του 5ου αι. π.Χ. από το Νοϊκάταρο, περιοχή της Μεγάλης Ελλάδας (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Μπάρι).
Πήλινη πλάκα με σκηνή προσφοράς του 5ου αι. π.Χ., που προέρχεται από τους Λοκρούς, αποικία της Μεγάλης Ελλάδας (Εθνικό Μουσείο, Τάρας).
Dictionary of Greek. 2013.